ἄκαρπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκαρπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκαρπος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄκαρπους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκαρπος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φέρων καρπούς, ἄφορος, ἄγονος, ἐπί τε τῶν φυτῶν καὶ τῆς γῆς ἔνθ’ ἀν.: Ἄκαρπα δέντρα. Ἄκαρπη ἀχλαδεˬὰ-μηλεˬὰ κττ. Ἄκαρπο χωράφι πολλαχ. Ἄκαρπο μέρος Κύθν. || Φρ. Ἄκαρπο δεντρὶ (ἐπὶ ἀτέκνου) Πελοπν. (Λακων.) Ἄκαρπο ξύλο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Εὔβ. ’Σ τ’ ἄγριˬα βουνὰ καὶ ’ς τ’ ἄκαρπα δέντρα! (λέγουν οἱ χωρικοί, ὅταν ἐπίκειται βροχὴ βλαβερά. ’Επῳδ.) Πελοπν. (Κορινθ.) || Γνωμ. Τὸ ἄκαρπο κλαδὶ ἤ κόφ’το ἤ κάφ’το Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀκάρπερος, ἀκάρπιστος. β) Ὁ γινόμενος αἰτία, ὥστε νὰ μὴ παράγωνται καρποί, ὁ πρόξενος ἀφορίας, ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως Σῦρ.: Φρ. Ὁ σορόκκος εἶναι ἄκαρπος, ἄγαλος, ἄσταχος (διότι διὰ τῆς βλαβερᾶς ἐπιδράσεώς του καταστρέφονται τὰ σπαρτὰ) γ) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ μὴ ἀποκτήσας τέκνα, ἄτεκνος Ἤπ. κ.ἀ.: Αἴνιγμ. Ἄκαρπος τὸν ἄκαρπο παίρνει, πετσένιˬα σακκιˬὰ βαστάει, ξυλένιˬο νερὸ μαζώνει (καλόγηρος ὁδηγεῖ, ἡμίονον βαστάζουσαν ἀσκοὺς πλήρεις οἴνου) Ἤπ. δ) ’Ανωφελής, ἀτελεσφόρητος λογ. πολλαχ.: Ποίημ. Καὶ δὲ θὰ μείνουν ἄκαρπα τ᾽ ἄχαρα κόκκαλά μου ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,183. 2) Ὁ ἀκαρπίαν φέρων Κίμωλ.: Ἔχουνε νὰ ποῦνε νὰ μὴν πάς σὲ συκεˬὰ οὔτε νὰ πλύνῃς ροῦχο, διότι εἶναι ἄκαρπες μέρες (ὅταν εἶναι αἱ λεγόμεναι δρίμες). Ἤδη ἀρχ. Πβ. Αἰσχύλ. Εὐμεν. 943 «μηδ᾿ ἄκαρπος αἰανὴς ἐφερπέτω νόσος».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/