ἄκαρφον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκαρφον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄκαρφον τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. κάρφος. ᾽Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογραφ. 10 (1927) 198.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν τριφύλλιον τὸ ἀστερωτὸν (trifolium stellatum) τοῦ γένους τοῦ τριφυλλίου, τῆς τάξεως τῶν ἐλλοβοκάρπων (leguminosae). Συνών. ἀγριοτριφύλλι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA