ἀκαταβόλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαταβόλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαταβόλευτος ἐπίθ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καταβολευτὸς<καταβολεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μήπω καταβολεμένος, ὁ μὴ ἐπιχωματισμένος, ὁ ἄχωστος ἔτι, ἐπὶ φυτῶν καταβαλλομένων εἰς τὴν γῆν διὰ βλάστησιν νέων ριζῶν καὶ νέων κλάδων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/