ἀκατάλυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάλυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατάλυτος ἐπίθ. ᾿Αθῆν. Εὔβ. Κρήτ. Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (’Αμισ.) Χίος κ.ἀ. ἀκατέλυτος Ἄνδρ. Χίος κ.ἀ. ἀκατά’τους Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀκατέ’τους Κυδων. Λέσβ. (Πάμφιλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκατάλυτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καταλυόμενος, ὁ μὴ φθειρόμενος, ἄφθαρτος, στερεός, διαρκὴς, ἰδίᾳ ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὑφασμάτων κττ. ἔνθ᾽ ἀν.: Παπούτσα ἀκατάλυτα Εὔβ. κ.ἀ. Ροῦχον ἀκατάλυτον Κύπρ. Σκαρπέτ-τα ἀκατάλυτη αὐτόθ. Συνών. ἀήττητος, ἄλε͜ιωτος. 2) ’Επὶ νεκροῦ, οὗτινος αἱ σάρκες δὲν ἀποσυνετέθησαν τελείως, ἄλυτος Μεγίστ.: ᾎσμ. Ὅπο͜͜ιος γυρίσῃ τσαὶ σὲ ᾿δῇ τσαὶ βγάλῃ σε μεψάδι, ἄλυτος τσ᾿ ἀκατάλυτος νὰ καταῇ ’ς τὸν ᾌδη. β) Ὁ ἀσθενῶν καὶ μὴ καταβαλλόμενος ὑπὸ τῆς νόσου Θεσσ. (Ζαγορ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA