ἀκατάρατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάρατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατάρατος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκατάρετος Πόντ. (Κερασ.) ἀκατάρωτος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. καταρατὸς<καταρε͜ιέμαι. Τὸ ἀκατάρωτος κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ώνω ρ. παραγόμενα.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑποστὰς κατάραν. ᾽Αντίθ. καταραμένος (ἰδ. καταρε͜ιέμαι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA