ἀκαταστασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαταστασία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκαταστασία ἡ, λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀκαταστασίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀκαταστασιˬὰ Ἤπ.(Δρόβιαν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀκαταστασία.
Σημασιολογία
1) Ἔλλειψις τάξεως, ἀταξία, ἐπὶ πραγμάτων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ ἀκαταστασία τοῦ δωματίου - τοῦ σπιτιˬοῦ κττ. Ἡ ἀκαταστασία τοῦ καιροῦ (τὸ εὐμετάβολον) κοιν. 2) Ἐπὶ καταστάσεων, ἀνωμαλία, ταραχὴ κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ.): Ἔγινε μία ἀκαταστασία κατὰ τὴν Λεβαδείαν καὶ ἔκοψαν τοὺς Τούρκους καὶ ἔκαψαν τὰ χωριˬά τους ('Αρμον. 2<1901>493). Καὶ ἦταν μεγάλη ἀκαταστασία, δοσίματα πολλά, ἀλῃσταῖοι πολλοὶ ἐχαράτσωναν τὰ βιλαέτιˬα, ἔπαιρναν χαρατσώματα, τσαρούχιˬα κτλ. Μακεδ. (ἐν χειρογράφῳ τοῦ 1802). Ἤδη παρὰ Πολυβ. 14,9,6 «ἐν δὲ τῇ Καρχηδόνι μεγάλης καὶ πρότερον ὑπαρχούσης ἀκαταστασίας, ἔτι μείζω τότε συνέβαινε γίγνεσθαι τὴν ταραχήν, ὡς ἂν ἐκ δευτέρου τηλικαύτῃ πληγῇ περιπεπτωκότων ἤδη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA