ἀκατάστρεφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάστρεφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατάστρεφτος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀκατάστρεπτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κατεστραμμένος, ὁ μὴ παθὼν μεγάλην βλάβην, ὁ μὴ ἀφανισθείς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA