ἀκατάφταστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατάφταστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατάφταστος ἐπίθ. ἀμάρτ ἀκατάφταγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκατάφταος Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καταφταστὸς<καταφτάνω.

Σημασιολογία

1) Αὐτὸς ποῦ δὲν καταφθάνεται, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἱκανοποιήσῃ, πρὸς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπαρκεῖ Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Ακατάφταγους ἄνθρουπους εἶσι, πιδάκι μ᾿ | (ἀνοικονόμητος, δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐπαρκέσω εἰς τὰς ἀξιώσεις σου!) ᾿Ακατάφταγου ἀποὺ νιρὸ εἶνι τοὺ καλαμπό᾽ (ὅταν τὸ ὕδωρ δὲν εἶναι ἐπαρκὲς διὰ τὸ πότισμά του). β) Ὁ πολλὰ καὶ ταχέως ἐσθίων, πολυφάγος ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ ταχὺς εἰς τὴν ἐργασίαν, ὁ ταχέως διεξάγων τὸ ἔργον του Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀπρόφταστος, ἀσύφταστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/