ἄκαυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκαυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκαυτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἄκαυος Πόντ. ἄκαυγος Κρήτ. κ.ἀ. ἄκαγος Ἤπ. Θρᾴκ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (’Αρκαδ.) κ.ἀ. ἄκαος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (᾽Αμισ. Σάντ. κ.ἀ.) ἄκαγους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἄκαους Στερελλ. (᾽Ακαρναν.) ἄκαιγος (Δελτ. Ἱστορ. ᾽Εθνολ. Ἑταιρ. 7 (1909/18)48 ἄκαφος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνέκαους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄκαυστος. Διὰ τὸν διττὸν τύπ. πβ. ἄκλαυστος-ἄκλαυτος. Οἱ λοιποὶ τύπ. εἶναι νεώτεροι σχηματισμοὶ ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. καίω.

Σημασιολογία

Ι) Ὁ μὴ καείς, ὁ μὴ ὑπὸ τῆς πυρᾶς ἀναλωθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Ἄκαφα ξύλα Τραπ. || ᾌσμ. Καὶ τοῦ ᾿γουμένου μήνυσε, ἄ θέλ᾽ ἂς προσκυνήσῃ, τὸ μοναστήρι ἄκαγον ἂ θέλῃ νὰ τ’ ἀφήσῃ Κρήτ. Ἔξω ’ς σὴν αὐλν δέντρον ἐστάθεν δέντρον ἄκαυον καὶ κυπαρέσσιν Πόντ. β) Μεταφ. ὁ μὴ παθὼν δυστύχημα, ὁ μὴ ὑπὸ μεγάλου δυστυχήματος ἀλγήσας Ἤπ. Νάξ. (᾽Απύρανθ. κ.ἀ.): Μοῦ βάρεσε πολύ, γιˬατ᾿ ἤμουν ἄκαγος ἀπ᾽ ἀρρώστιˬα Ἤπ. Ἄκαυτή ’σ’ ἀκόμ᾿ ἀποὺ τὸ Χάρω καὶ γιˬ’ αὐτὸ ’ελᾷς (γελᾷς) ᾿Απύρανθ. 2) Ὁ μὴ ὑπὸ τῆς πυρᾶς θερμανθείς, ὁ μὴ πυρακτωθεὶς πολλαχ.: Ἔχω τὸ φοῦρνο ἄκαο Εὔβ. Εἶνι ἀνέκαους οὑ φοῦρνους ἀκόμα Αἰτωλ. Μὲ ἀνέκαου σίδιρου δὲ μπουρεῖς νὰ σ᾿διρώῃς αὐτόθ. 3) Ἐπὶ πηλίνου μαγειρικοῦ σκεύους, ὁ μὴ καταλλήλως πυρωθεὶς πρὸς ἀπόκτησιν ἀντοχῆς Πόντ. (Ὄφ.): Ἄκαφο τζάπ’ (πηλίνη χύτρα). 4) Ἐπὶ τοῦ μέλιτος, τὸ μὴ θερμανθέν, τὸ μὴ ἀποχωρισθὲν τῶν κηρηθρῶν διὰ τῆς θερμότητος, ἀλλὰ τὸ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐκχυθὲν Ἤπ. Στερελλ. (᾿Ακαρναν.): Ἄκαου μέ᾽. Συνών. ἀκάπνιστος, ἄκαπνος. 5) Ἐπὶ τοῦ βουτύρου, τὸ συνεστώς, τὸ πηκτόν, τὸ ὁποῖον τρώγεται οὕτω Πόντ.: Ἄκαυστον βούτορον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/