ἀκαφάσωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαφάσωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαφάσωτος ἐπίθ. Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. καφασωτὸς<καφασώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐσκευασμένος διὰ δικτυωτοῦ ξυλίνου πλέγματος, ἐπὶ παραθύρου: Εἶναι ἀκαφάσωτα τὰ παραθύριˬα τοῦ σπιτιοῦ καὶ μπορεῖ ὅποι͜ος θέλει νὰ βλέπῃ ἀπόξω μέσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/