ἀκεντροβόλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκεντροβόλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκεντροβόλιστος ἐπίθ. ἀμὰρτ. ἀκεdροβόλιστος Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κεντροβολιστὸς<κεντροβολῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μήπω ἀκτινοβολήσας, ἐπὶ τῆς σελήνης, ὅταν ἀκόμη ἀφ’ ἑσπέρας δὲν εἶναι ἐπαρκὲς σκότος, ὥστε αἱ ἀκτῖνες αὐτῆς νὰ εἶναι αἰσθηταί: ᾿Ακεdροβόλιστό ’ν’ ἀκόμα τὸ φεgάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA