ἀκέφαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέφαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέφαλος ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀκέφαλους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀτέφαλος Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) ἀτσέφαλους Λέσβ. ἀνακέφαλος Κύπρ. ἀνεκέφαλος Κρήτ. ἀνικέφαλους Σὰμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκέφαλος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων ἢ ὁ μὴ ἀναγνωρίζων κεφαλήν, ἤτοι προστάτην, καθηγεμόνα, σύμβουλον Κρήτ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Λακων. Λάστ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ χουριˬὸ ἔμ᾿νιν ἀκέφαλου (χωρὶς σοβαροὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι νὰ δύνανται νὰ διευθύνουν αὐτὸ) Αἰτωλ. ’Ανεκέφαλες δουλε͜ιὲς (ἐργασίαι διεξαγόμεναι ἄνευ διαταγῆς, ἄνευ καθηγεμόνος) Κρήτ. β) ᾿Αδέσποτος, ἀνεπιτήρητος, ἀπειθάρχητος, ἄτακτος Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): ’Ακέφαλον παιδὶν Κερασ. Χαλδ. 2) Ἄφρων, ἀσύνετος Κρήτ. Λέσβ. Πελοπν. (Λάκων. Λάστ.) Σάμ κ.ἀ. Συνών. κακοκέφαλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA