ἀκκουζάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκουζάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκκουζάρω Ζάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. accusare.
Σημασιολογία
1) Κατηγορῶ τινα ἐν δικαστηρίῳ, καταγγέλλω, ἐνάγω Ζάκ. Παξ.: Τὸν ἀκκουζάρισα Παξ. β) Νουθετῶ, συμβουλεύω Λευκ.: Τὸν ἀκκούζαρες; - Τὸν ἀκκούζαρα καὶ τὸν ἐββιζάρισα. 2) Δηλῶ προκαταβολικῶς, ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἐν τῇ χαρτοπαιξίᾳ καὶ τῷ σφαιριστηρίῳ Κεφαλλ.: ᾿Ακκουζάρισα πέντε bίλιˬα (προτοῦ παίξω ἐδήλωσα ὅτι θὰ κάμω πέντε μπίλια, ὅτι θὰ ἐπιτύχω πεντάκις). Τὴν καραbόλα ποῦ θὰ κάμω τὴν ἀκκουζάρω (ὁρίζω κατὰ ποῖον τρόπον θὰ γίνῃ ἡ καραμπόλα, δηλ. διὰ ποίας κατευθύνσεως τῆς πληττομένης σφαίρας θὰ γίνῃ). Πβ. ἀκκουζᾶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA