ἀκκούμπημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκκούμπημα

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀκκούμπημα τό, κοιν. ἀκκούbημα πολλαχ. ἀκκούμπ’μα Κυδων. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκκοὺμπισμα κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀκκούμπ’σμα Μύκ. ἀκκούμπισμαν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀκκούμπιγμαν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκκουμπῶ. Τὸ ἀκούμπισμα καὶ μεσν.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀκκουμβᾷ, τὸ νὰ ἐπερείδεταί τις εἰς σταθερὸν σημεῖον ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ ἀκκούμπισμα τῆς σκάλας ᾿ς τὸν τοῖχο κοιν. || Φρ. ᾿Ακκούμπ’σμα τσῆ ὁμιλίας (λόγος ἢ λέξις δίδουσα ἀφορμὴν εἰς ὁμιλίαν) Μύκ. 2) Τὸ ἐφ’ οὗ τις ἐπερείδεται, ἔρεισμα, στήριγμα Κυδων. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/