ἀκκούμπητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκούμπητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκκούμπητος ἐπίθ. Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀκκουμπητός<ἀκκουμπῶ τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀκκουμβῶν, ὁ μὴ ἐπερειδόμενός που καὶ μεταφ. ὁ μὴ ἀναπαυόμενος: ᾿Εγὼ εἶμ᾽ ἀπ’ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ ἄστατος κιˬ ἀκκούμπητος (ἐργάζομαι ἀδιαλείπτως, ἄνευ ἀναπαύσεως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA