ἀκκουμπίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκουμπίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκκουμπίστρα ἡ, Πελοπν. (Οἰν.) ἀκκουbίστρα Πελοπν. (Λακων.) ἀκκ’μπίστρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκκουμπίζω, δι᾿ ὃ ἰδ ἀκκουμπῶ.
Σημασιολογία
1) Τόπος ὅπου ἀκκουμπᾷ τις Πελοπν. (Οἰν.) 2) Τοιχίον ἢ λίθος τις, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιθέτει τις τὸ φορτίον του ἤ τι τοιοῦτον, οἷον παρὰ τὴν πηγήν, ὅπου αἱ γυναῖκες ἐπιθέτουν τὰ πλυνόμενα Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔβαλα τὰ ροῦχα᾿ς τ᾽ν ἀκκ’μπίστρα κὶ κάθ’σα κὶ ᾽γώ. Πβ. πεζούλλα. 3) Τὸ ἰκρίωμα, ἐφ’ οὗ τοποθετοῦνται τὰ οἰνηρὰ βαρέλλια ἐν τῇ ἀποθήκῃ Πελοπν. (Λακων.): Ἔβαλα τὰ βαρέλλιˬα μου ’ς τὴν ἀκκουbίστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA