-άκλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άκλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Παραγωγική κατάληξη
Τυπολογία
-άκλα κατάλ. παραγωγικὴ ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ὡρμήθη πιθανῶς ἐκ λέξεων, οἶαι: βάκλα (μεγάλη ράβδος) μεγεθ. τοῦ βάκλον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. baculum, φάκλα (παχεῖα θρυαλλὶς) ἐκ τοῦ Λατιν. facula κττ.
Σημασιολογία
Χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν θηλυκῶν μεγεθυντικῶν συνήθως σκωπτικῶς, οἷον: βαπόρι - βαποράκλα, γαϊδούρι - γαϊδουράκλα, μούρη - μουράκλα, τυρὶ - τυράκλα, φωνὴ - φωνάκλα, χέρι - χεράκλα, ψωμὶ - ψωμάκλα κτλ. Πβ. -άκλας, -ούκλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA