ἀκλάδιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλάδιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκλὰδιστος ἐπίθ. Κρήτ. Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *κλαδιστὸς<κλαδίζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Επὶ ἀμπέλου, ὁ μὴ κλαδισθείς, ὁ μὴ κλαδευθεὶς Σύμ.: ᾿Αbέλι ἀκλάδιστο. Κρεββατὴ ἀκλάδιστη. Συνών. ἀκλάδευτος, ἄκλαδος (Ι). 2) ᾽Εκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐδόθησαν τρυφεροὶ κλάδοι ὡς τροφή, ἐπὶ ζῴων Κρῆτ.: Ἄφηκὲνε σήμερο τὰ ζὰ ἀκλάδιστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA