ἄκλαδος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκλαδος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκλαδος (Ι) ἐπίθ. Κεφαλλ. Κύθν. Σέριφ. Εὔβ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἄκλαδους Θεσσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. κλαδεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποστὰς κλάδευμα, ὁ μὴ κλαδευθείς, ἀκλάδευτος ἔνθ’ ἀν.: Ἄφησα τοὶς ἐλα͜ιὲς ἄκλαδες Λάκων. Ἄκλαδες κιˬ ἄσκαφες μείνανε οἱ φυτε͜ιὲς (νεοφυτευμένα ἀμπέλια) Σέριφ. || Γνωμ. Ἕνα χρόνο ἄκλαδο, πέντε χρόνους ἔρημο (ἐπὶ ἀμπέλου, ὅτι ἐὰν ἐπὶ ἓν ἔτος δὲν κλαδευθῇ, εἷναι ὡσὰν νὰ ἔμεινε ἐπὶ πέντε ἔτη ὅλως ἀκαλλιέργητος) ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,385. || ᾎσμ. Κάτου ᾿ς τ᾿ ἀbέλιˬα τ᾽ ἄκλαδα τὰ κουdουκλαδιμένα Θεσσ. Συνών. ἀκλάδευτος, ἀκλάδιστος, ἀκλάριστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/