ἀκλαδούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκλαδούρα

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀκλαδούρα ἡ, Κύθν. Εὔβ. Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Κόρινθ.) κ.ἀ. ἀχλαδούρα Πελοπν. (Πύργ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκλαδος (Ι) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούρα. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. ’Επετ. Πανεπ. 7 (1910/1) 72. Ὁ τύπ. ἀχλαδούρα κατὰ σύμφυρσ. πρὸς τὸ ἀχλάδα.

Σημασιολογία

1) Ἄμπελος ἀκλάδευτος, παρημελημένη, ἐγκαταλελειμμένη ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ριχ’ τονε ᾿ς ἄκρη χωραφιˬοῦ καὶ σ’ ἀκλαδούρα ἀbὲλι (διὰ τοῦ ἄκρη χωραφιˬοῦ νοεῖται τὸ ἄλλως λεγόμενον ἄκρες, ἤτοι ἀγροὶ μικρᾶς ἐκτάσεως, οὐχὶ δὲ ἄκραι ἀγρῶν, ὅπερ εἶναι. ἀκατανόητον. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,411 κἑξ.) Λακων. Δῶσ’ του ἀπ᾿ ἄκρη χωραφιˬοῦ κιˬ ἀπ᾿ ἀκλαδούρα μέση Εὔβ. ᾿Εγώ ᾿δα μὲ τὰ μάτιˬα μου τοὺς ξένους πῶς τοὺς θὰφτουν μέσ᾿ ᾽ς ἀκλαδούρ’ ἀλλαργινή, σὲ χέρισο χωράφι Γορτυν. Συνών. ἀκλαδιˬά, ξάμπελο. 2) Σταφυλὴ ἰσχνή, λεπτή, οἱονεὶ ἐξ ἀμπέλου ἀκλαδεύτου Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/