ἄκλαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκλαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄκλαστος ὁ, ἄκλαστο Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. ἄκλαστρο Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄκλαστος = ἄθραυστος. Πβ. GRohlfs Etymolog. Wӧrt. 9.

Σημασιολογία

Ποσότης γάλακτος τυροκομουμένου μήπω λαβοῦσα σχῆμα σφαιρικόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/