ἄκλεφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκλεφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκλεφτος ἐπίθ. Ἤπ. Κάρπ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἄκλεπτος. Πβ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκλεπτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κλαπείς, ὁ μὴ παθὼν κλοπὴν ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς δὲν ἄφησε κἀνένα ἀμπέλι ἄκλεφτο (ἀπὸ τὸ ὁποῖον νὰ μὴ κλέψῃ) Ἤπ. Ἄκλεφτο σπίτι αὐτόθ. || Γνωμ. Ἄκλεφτος γείτονας, μπιστὸς φύλακας (ὁ γείτων μὴ κλεπτόμενος ὑπὸ τοῦ γείτονός του γίνεται πιστὸς φύλαξ τῶν κτημάτων του. Πβ. καὶ ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,443) Κάρπ. 2) Ὁ μὴ κλέπτων, τίμιος Πόντ. (Σάντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/