ἀκληριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκληριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκληριˬὰ ἡ, Εὔβ. Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ. ἀκλερία Τσακων. ἀκλέριˬα Ἤπ. Κέρκ. (᾽Αργυρᾶδ.) Παξ. ἀκλαριˬὰ Κίμωλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀκληρία.

Σημασιολογία

1) Δυστυχία, πενία, ἀτυχία. Εὔβ. Ἤπ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κίμωλ. Μῆλ.: Ἄφησε τὰ παιδιˬά του τῆς ἐρημιˬᾶς καὶ τῆς ἀκλέριˬας (ἐπὶ γονέων ἀποθανόντων ἐν πενίᾳ) Ἤπ. || ᾌσμ. Τὸ ποίνους εἶν᾿ τὰ πρόβατα, τὸ ποίνους εἶν᾽ τὰ γίδιˬα; -Τῆς ἐρημιˬᾶς, τῆς ἀκληριˬᾶς, τοῦ γιοῦ μου τοῦ Γιˬαννάτσι (ποίνους = ποίου, τίνος) Εὔβ. Τῆς ἐρημιˬᾶς τὰ πρόβατα, τ᾿ς ἀκλέριˬας τὰ σκυλλάκιˬα καὶ ὁ πιστὸς ποῦ τὰ φυλᾷ τοῦ Κωσταντῆ γυναῖκα ᾿Αργυρᾶδ. 2) Τὸ νὰ στερῆταί τις ἀρρένων τέκνων Πελοπν. (Λακων.) Τσακων.: Κλαίει τὴν ἀκληριˬά της Λάκων. ᾿Ακλερία νά νι μόλη! (νὰ τῆς ἔλθῃ! ᾽Αρὰ) Τσακων. ᾿Ακλερία νά νι κιˬάσῃ! (νὰ τὴν πιάσῃ!) αὐτόθ. β) Τὸ νὰ μὴ ἔχῃ τις καλὰ τέκνα Πελοπν. (Λάκων) 3) Περιουσία, ἥτις μὴ ὑπαρχόντων τέκνων περιέρχεται εἰς ἄλλους Παξ.: ᾿Αρμιˬὲς κι ἀκλέριˬες (ἀρμιˬὲς = ἐρημιές, ἀδέσποτοι τόποι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/