ἀκληρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκληρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκληρίζω Πελοπν. (᾿Αρκαδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀκληρίζω.
Σημασιολογία
Καθίσταμαι ἄκληρος, πάσχω ἐξώλειαν γένους. Συνών. ξεκληρίζω. Πβ. ἀκληριˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA