ἄκληρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκληρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκληρος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. ἄκληρους βόρ. ἰδιώμ. ἄκλερος Βιθυν. Κέρκ. Κρήτ. Κύνθ. Κύπρ. Παξ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Σέριφ. Σίφν κ.ἀ. ἄκλερε Τσακων. ἔκλερος Κρήτ. ἔκρηρος Κρήτ. ἔκρερος Κρήτ. (Βιάνν.) ἀνάκληρος Καππ. (Σινασσ.) ἀνάκλερος Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ.) ἄκλιˬερος Πόντ. (Σινώπ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκληρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ λαβὼν κληρονομικὴν μερίδα, ὁ μηδὲν κληρονομήσας, ὁ μὴ ἔχων περιουσίαν, πένης, πτωχὸς Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ.): Οἱ γονέοι μ’ ὅσα εἶχαν ἐχάσαν κ’ ἐγὼ ἐπόμενα ἄκλερος Κερασ. Ἔκανι διαθή’ κὶ τοὺς ἀφῆκι ἄκληρους Θρᾴκ. Τοὺν ἔβγαλαν ἄκληρου Ἤπ. || Φρ. ἄκλερος κιˬ ἀμανίκωτος (ἐπὶ ἐσχάτης πενίας) Οἰν. || ᾎσμ. Νὰ χάσῃς τοὺς ἑφτά σου γιˬοὺς καὶ κλερονόμους κιˬ ἄκλερους Λακων. Ἤδη παρ’ Ὁμ. λ 490 «βουλοίμην... θητευέμεν ἄλλῳ | ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη». 2) Δυστυχὴς, ἄθλιος, ταλαίπωρος, συνήθως συνεκφερόμενον μετὰ τῶν συνωνύμων ἄμοιρος, ἔρημος, μαῦρος Καππ. (Σινασσ.) Κέρκ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αιλλοὶ ἐμὲν τὸν ἄκλερον (ἀιλλοὶ = ἀλλοίμονον) Κερασ. Τὴν ἄκλερον, νὰ πονῇς ἀτεν! (τὴν κακομοῖραν, εἶναι νὰ τὴν λυπᾶσαι!) Κοτύωρ. Ἄκλερος κιˬ ἄμοιρος Λακων. Ἄκλερο κορμὶ Κέρκ. Τὸν ἐκατάντησε ἔρ᾽μο κιˬ ἄκλερο αὐτόθ. || ᾌσμ. Εἶdα βαρὰ τὸ φόρτωσε τὸ ἔκρερό dου χτῆμα! Βιάνν. Τώρα γιˬαγκίνι ἄναψες ᾿ς τὸ ἄκληρό μου στῆθος Κρήτ. Μαξιλλαράκι μ᾿ ἄκληρου κι πάπλουμα ρημάδι, τί κάνατι τούν ἀγαπῶ, τοὺ νεˬὸ τοὺ παλληκάρι; Μακεδ. Κ᾿ ἐστόχησε τὸ ἔκλερο κ᾿ ἤκαμε πέντε ρῶγες Κρήτ. Τ’ ἐμὸν ἡ κάρδ τ’ ἄκλερον γερᾷ καὶ ᾿κὶ νεοῦται Χαλδ. Συνών. κακόμοιρος, κακορρίζικος. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Διόδωρ. 3,29,5 «τὸ δὲ τοῦ βίου τέλος οὐ μόνον παράδοξον ἔχουσιν, ἀλλὰ καὶ πάντων ἀκληρότατον». β) Μεταφ. ἐπὶ φαγητῶν καὶ καθόλου ἐπὶ ἐδωδίμων, ἄνοστος, ἀνούσιος, ἀηδὴς Πόντ. (Οἰν.) 3) Ὁ μὴ ἔχων τέκνα, ἄπαις, ἄτεκνος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ.) Τσακων.: ᾿Απέθανε ἄκληρος κοιν. Ἔ’ πουλὺ βιό, μ᾽ ἀνιφέλιτα, εἶνι ἄκληρους Μακεδ. (Σισάν.) Διάηκε ἄκληρος Πελοπν. (Μάν.) Οἱ ἄκληροι θὰ παιδιωθοῦν τη θυγατέρα μου (θὰ υἰοθετήσουν) Θήρ. Ἤτανι ἄκληροι κι᾽ πήρανι ἕνα ψ’χουπαι’δ’ Σκόπ. Ἄκληρος γονεῖς νὰ πεθάνῃς! (ἀρὰ) Πελοπν. (Λακων.) Ἄκλερος ν᾿ ἀπομένῃς! Κερασ. Ἄκλερε ν᾿ ἀραμᾶρε! (νὰ μείνῃς!) Τσακων. || Παροιμ. φρ. Ἄκληρος ἄθεος (ὅτι ὁ ἄτεκνος δὲν φοβεῖται θεὸν) Πελοπν. (Δημητσάν.) || ᾎσμ. Ἄς αίρουνται-ν-ἑ ἄκληρες τσιˬ ἄς κάθουνται νὰ τρώσι, γιˬατὶ δὲν ἔχουσι παιδιˬὰ ᾿ς τὸν πόλεμον νὰ πάσι Μεγίστ. Συνών. ἀβλαστάρωτος 2, ἀκλάδωτος 2. β) ’Επὶ κτημάτων, ὁ μὴ ἔχων τὸν κληρονομήσοντα, ἀκληρονόμητος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.): Τ᾿ ὁσπίτιν ἀτ’ ἐπόμενεν ἄκλερον. || Φρ. Ἄκλερα νὰ ᾿ίντανε! (ἔρημα νὰ γίνουν! ’Αρὰ) Κοτύωρ. γ) Ἐπὶ πραγμάτων ἀρατικῶς, ἄθλιος, δυστυχὴς Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Νὰ’ ίνεται ἄκλερον! ἢ νὰ ᾿ίνεται ἄκλερον κιˬ ἀστό’! (ἄθλιον νὰ καταντήσῃ καὶ κακότυχον!) Τραπ. Χαλδ. Ἄκλερα νὰ ᾿ίντανε τὰ έα ’τ’ (κακορρίζικα νὰ καταντήσουν τὰ πράγματά του!) Ὄφ. 4) Ὁ μὴ γεννήσας τέκνα διὰ φυσικὴν ἀνικανότητα ἢ ἄλλην αἰτίαν Θήρ. Μέγαρ. Μεγίστ. Σίκιν. κ.ἀ.: Μὲ τὸν πρῶτο της τὸν ἄντρα ἦταν ἄκληρη Μεγίστ. Ἐνὴ ἄκληρη! (ὑβριστικῶς) Μέγαρ. β) ᾽Επὶ ζῴων, ὁ μὴ τίκτων Μέγαρ. Μεγίστ. Μύκ: Τούτη ἡ γίδα εἶναι ἄκληρη φέτος Μέγαρ. Ἄκληρο πρόβατο Μύκ. γ) ᾿Επὶ δένδρων, ἀκαρποφόρητος Μὲγαρ.: Τὰ δέdρα μου ’φέτος εἶναι ἄκληρα (δέdρα = ἐλαιόδενδρα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA