ἀκλούθητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλούθητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκλούθητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκλόθετος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀκλουθητὸς<ἀκλουθῶ, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀκολουθῶ, τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Πβ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀκολουθούμενος ὑπό τινος, ἀνακολούθητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA