ἀκμάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκμάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκμάζω λόγ. σύνηθ. ᾽κμάζου Ἴμβρ. ᾿κουμάζω Ρόδ. ἀκνα͜ιάζω Θήρ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Νίσυρ. Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ. ᾿κναι͜άζω Ἀμοργ. Κῶς Σύμ. Τῆλ. ἀκινα͜ιάζω Θήρ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κῶς ’κιναι͜άζω Κῶς Σύμ ’κνάζω Ρόδ. Σύμ. ᾿κνα͜ιάτζω Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀκμάζω. Οἱ εἰς –ναι͜ὰζω τύπ. ἀπὸ τοῦ ἄκναι͜ος, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀκμαῖος, ἔνθα ἡ τροπὴ τοῦ μ εἰς ν εἶναι κανονική. Ὁ τύπ. ᾿κουμάζω κατ᾽ ἀνάπτυξιν τοῦ συνοδίτου φθόγγου ου.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι ὥριμος, ὡριμάζω, ἐπὶ καρπῶν ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Ακόμα δὲν ἠκνα͜ιάσανε τὰ σταφύλιˬα Θήρ. ᾿Ηκναι͜άσασι τὰ συκοστάφυλα αὐτόθ. ’Εκιναι͜άσαν τὰ σῦκα Σύμ. ᾌσμ. Ὤ, πορτοκάλι μ᾿ ἄγουρο, καὶ πότε θενὰ ᾽κνα͜ιάσῃς, νά ᾿ρτῃς νὰ μ᾿ εὕρῃς νὰ σοῦ πῶ δυˬὸ λόγια νὰ τὰ πιάσῃς; Τῆλ. Καὶ μετβ. καθιστῶ τι ὥριμον Κάρπ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Τὴν Τετράη πιˬάν-νει φύλλα | καὶ τὴν Πέφτη πιˬάν-νει μῆλα, τὴν Παρασκευγὴ τὰ’κνα͜ιάτζει | καὶ τὸ Σάατο τὰ κόβγει Κάρπ. β) ’Επὶ ἀνθρώπου, φθάνω εἰς ὥριμον ἡλικίαν, μεστοῦμαι, καθίσταμαι συνετὸς Θήρ.: Ἄdε πρῶτα νὰ ᾽κνα͜ιάσῃς κ’ ὕστερα νά ’ρθῃς νὰ μιλᾷς! γ) Ἐπὶ γυναικός, παχύνομαι Ρόδ. δ) ᾿Επὶ ὀρνίθων, παύω νὰ γεννῶ (δηλονότι διὰ τὴν πάχυνσιν) Ἴμβρ. 2) Μεταπείθομαι, συγκατατίθεμαι, συγκαταβαίνω οἱονεὶ ὑπὸ τῆς βίας τῆς λογικῆς ἢ τῶν πραγμάτων Ρόδ.: Ἦτον στρουφνὸς ἄνθρωπος πρῶτα, μὰ τὼρᾳ ἔκνασε καλὰ καὶ καλά. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ πεισθῇ (νὰ ὑποχωρήσῃ καὶ τρόπον τινὰ νὰ ταπεινωθῇ, νὰ μαλακώσῃ) Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/