ἀκοιλοπόνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοιλοπόνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοιλοπόνητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκοιλιˬοπόνιστος Νάξ (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοιλοπονητὸς<κοιλοπονῶ.

Σημασιολογία

Χωρὶς πόνους τῆς κοιλίας, ἄνευ ὠδίνων: Ἤκαμεν ἕνα γιˬὸ κ᾿ ἤκαμέ dονε κιˬ ἀκοιλιˬοπόνιστο, μάτι μὴ dὴ bιˬὰσῃ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/