ἀκοιμησία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοιμησία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκοιμησία ἡ, Λεξ. Ἠπίτ. ἀ᾿μησιˬὰ Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκοίμητος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ εἶναί τις ἀκοίμητος, τὸ νὰ μὴ δύναται νὰ κοιμηθῇ, ἀυπνία, ἀγρυπνία: Τοὺν ἔφαϊ ἠ ἀ’μησιˬὰ κὶ τοὺ ξινύχτ’, δὲν ἔ᾽ κοιμ’σιˬὰ κὶ ᾿λαρουμὸ (καταπράυνσιν, καθησύχασιν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA