ἀκοίμητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοίμητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκοίμητος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀτσοίμητος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Κύθν. Μέγαρ κ.ἀ. ἀκοίμ’τους Λέσβ. ἀκοίμιστος Ζάκ. Θήρ. Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γαλανάδ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) κ.ἀ. ἀκοίμιγος Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. ἀτοίμιγος Πόντ. (Ὄφ.) ἀκοίμιχτος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκοίμητος, παρ’ ὃ καὶ μεταγν. ἀκοίμιστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κοιμώμενος ἢ ὁ μὴ κοιμηθείς, ἄυπνος, ἐγρηγορὼς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.): ᾽Απόψε ἔμεινα ἀκοίμητος ὅλη νύχτα, ἤμουν ἄυπνος κοιν. Κοιμισμένος κιˬ ἀκοίμιστος ἤμουν κ’ ἤκουσα τὸ χτύπο ᾿Απύρανθ. ᾿Ακοίμιστη ᾽μ᾿ ἀπόψε καλὰ καλά, τὸ παιδί μου ᾿τον ἀνούbορο καὶ δὲν ἐβούλλωσα μάτι ὅλη νύχτα αὐτόθ. Καθότανε ἀτσοίμητη Μέγαρ. Τὸ μωρὸν ἀκοίμιγον ἔν᾿ Κερασ. Συνών. ἄυπνος, ξυπνός. 2) Μεταφ. ὁ ἀεὶ ὑφιστάμενος, ὁ ὑπάρχων ἀδιαλείπτως ΔΣολωμ. 196 καὶ 273: Ποίημ. Τὸ σιγὸ τὸ κυματάκι....... τὸ ἀνθοδροσοστολίζει | μὲ τ᾿ ἀκοίμητα νερὰ ἔνθ’ ἀν. 196 ᾿Ακοίμητή ᾽σαι, ποῦ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις; αὐτόθ. 273. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Αἰσχύλ. Προμ. 138 κἑξ. «τοῦ περὶ πᾶσάν θ᾽ εἱλισσομένου | χθόν’ ἀκοιμήτῳ ρεύματι παῖδες | πατρὸς Ὠκεανοῦ». 3) Ὁ διαρκῶς καίων, ἀσβεστος. (α) Ἐπὶ διαρκῶς ἀνημμένης κανδήλας τῆς ἁγίας τραπέζης ἢ ἐπὶ τῆς κανδήλας, τὴν ὁποίαν οἱ εὐσεβέστεροι τῶν Χριστιανῶν διατηροῦν ἐν τῷ εἰκονοστασίῳ τῆς οἰκίας των ἄσβεστον κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.): Ἀκοίμητο καντήλι κοιν. ᾽Ακοίμητο καντήλι ἠτ-τάη-κα ’ς τὸν ἅι-Φανούριο γιὰ νὰ μοῦ φανερώσῃ τὴν προβατῖνα μου (ἠτ-τάηκα = ἔταξα) Θήρ. ᾿Ακοίμιστον ἔν’ ἡ καντήλα Τραπ. ᾽Εγιˬὼ ἔχω πάντα τὴν καντήλα μου ἀκοίμιστην Κύπρ. Εἶδα την κάμαρα τοῦ καπετάνιˬου ὀμορφοστολισμένη μὲ τὸν ἄγιˬο-Νικόλα ψηλὰ καὶ τὸ καντήλι του ἀκοίμητο ΑΚαρκαβίτσ. Λόγ. πλώρ 36. || Φρ. Καντήλι ἀκοίμητο (ἐπὶ τοῦ διαρκῶς καὶ ἐπιμελῶς ἐργαζομένου) Θρᾴκ. ᾿Ακοίμητο τὸ βαστᾷ (κατὰ παράλειψιν τοῦ προσδιοριζομένου καντήλι, ἐπὶ χαρτοπαίκτου καὶ οἰνοπότου ἀδιαλείπτως κατεχομένου ὑπὸ τοῦ πάθους αὐτοῦ) Σύμ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Στράβ. 9,396 «ἄσβεστος λύχνος». (β) Ἐπὶ τοῦ κανδηλίου τοῦ ἀναπτομένου εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ ἀποθανόντος ἤ ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ ἐπὶ χρόνον τινὰ Αἴγιν. Πελοπν. Στερελλ. (᾿Αράχ.) (γ) Ἐπὶ λαμπάδος, ἡ ὁποία ἀνάπτει μὲν διαρκῶς, ἀλλὰ δὲν φθίνει, διότι ἀνανεοῦται ἑκάστοτε τεμάχιον κηροῦ πρόσθετον παρὰ τὴν θρυαλλίδα Ἄθ.: ᾿Ακοίμητη λαμπάδα (δ) Ἐπὶ φωτὸς ἀσβέστου ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,208: Ποίημ. Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποῦ ’ς τὸ πλευρό σου χύνει αὐτό μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερὸ καμίνι; Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. 4) Τὸ οὐδ. ἀκοίμητο οὐσ., λαμπὰς χονδρὴ μὲ λεπτὴν θρυαλλίδα μὴ καταναλίσκουσα πολὺν κηρὸν καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πολὺν χρόνον διαρκοῦσα Ἄθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA