ἀκοινώνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοινώνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοινώνητος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ἀκοινώνιστος Πόντ. (Τραπ.) ἀτσοινώνιστος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀκοινώνιγος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκοινώνητε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκοινώνητος. Τὸ ἀκοινώνιστος ἐκ τοῦ κοινωνίζω, δι’ ὃ ἰδ. κοινωνῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κοινωνικός, ὁ ἀποφεύγων τὴν μετ’ ἄλλων ἐπικοινωνίαν καὶ ἀναστροφήν, ὁ ζῶν βίον μονήρη κοιν.: Ἄνθρωπος ἀκοινώνητος. Γυναῖκα ἀκοινώνητη κοιν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Νόμ. 774a «ἂν δ’ ἄρα τις μὴ πείθηται ἑκών, ἀλλότριον δὲ αὑτὸν καὶ ἀκοινώνητον ἐν τῇ πόλει ἔχῃ». Συνών. ἀγειτόνευτος, ἀγειτονίαστος, μονόχνοτος. 2) Ὁ μὴ κοινωνήσας τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὁ μὴ μεταλαβὼν τῆς θείας κοινωνίας κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. ’Απέθανε ἀκοινώνητος κοιν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. ᾿Αθανάσ. 2,704a. (Μigne P.G. τόμ. 26) «ἀκοινωνήτους δὲ πεποιήκασιν ’Αστέριον, Εὐσέβιον κτλ.»

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/