ἀκοκκολόγητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοκκολόγητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοκκολόγητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκοκκολόιστος Πελοπν. (Κορινθ. Τρίπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοκκολογητὸς<κοκκολογῶ, παρ’ ὅ και κοκκολογίζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, ἐξ ἧς δὲν περισυνελέχθησαν αἱ μετὰ τὸν τρυγητὸν καταλειφθεῖσαι σταφυλαὶ ἢ ἐπιφυλλίδες ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ἀμπέλι ἔμεινε ἀκοκκολόιστο, δὲ μάζεψαν οἱ κοκολοΐστρες τὰ κουδούνιˬα Τρίπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/