ἄκολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκολος ἐπίθ. Πελοπν. (Λάστ. Μάν. Μαντίν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ. - ΙΠολυλ. Διηγ. 68 ἄκολε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. κόλος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων κόλον, ἤτοι πυθμένα, βαθύτατος: Ἄκολα νερὰ Οἰν. Καταβόθρα ἄκολη Μαντίν. Ἄκολο σακκὶν Οἰν. Ἡ ἐλα͜ιὰ εὑρῆκεν ἄκολο χῶμα (ἔχον βάθος πολὺ) Μάν. Κηγάδι ἄκολε (φρέαρ βαθύτατον) Τσακων. Δείχνουν οἱ ἐντόπιοι κ’ ἕνα ἄκολο βύθισμα, γιατὶ πέτρα, ἂν τὴν ἀπολύσῃς μέσα, δὲν εὑρίσκει τὸν πάτον ΙΠολυλ. ἔνθ᾽ ἀν. || (Φρ. Ἄκολη τρούπα (βαθυτάτη ὀπή. Ἐπὶ τοῦ λαιμάργου) Λάστ. Συνών. ἄβαθος ΙΙ, ἄπατος. Ἡ λ. καὶ ὠς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄκολος Νίσυρ. Πόντ. (Κερασ.) Ἄκολη Κεφαλλ. Νάκολος Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA