ἀκομμάτιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκομμάτιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκομμάτιˬαστος ἐπίθ. κοιν. ἀκουμμάτιˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀκομμάθιˬαστος Κρήτ. ἀκομμάτστος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκομμάτχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀκουμμάτχτος Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ του στερητ. ἀ- και του επιθ. κομματιˬαστὸς<κομματιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κοπεὶς εἰς τεμάχια κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Ψωμὶ ἀκομμάτιˬαστο κοιν. || Ποίημ. Ἡ Ἑλλάδα μιˬὰ ἀκομμάτιˬαστη καὶ ἀμέτρητη μητέρα, μιˬὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ ψυχή! ΚΠαλαμ. Πεντασύλλ. 122. 2) Ὁ μὴ ἀποτελούμενος ἀπὸ τεμάχια συνηρμοσμένα, συνδεδεμένα πρὸς ἄλληλα εἰς ἓν ὅλον, ἐπὶ σχοινίου, ὑφάσματος κττ. Κεφαλλ. Πόντ. (Χαλδ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/