ἀκομπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκομπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκομπῶ Πόντ. (Κερασ.) ᾿κομπῶ Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

ἀκομπῶ Πόντ. (Κερασ.) ᾿κομπῶ Πόντ. (Οἰν.)

Σημασιολογία

1) ᾿Εκτινάσσω τὴν κόνιν ὑφάσματός τινος ἔνθ᾽ ἀν.: 'Κομπῶ τὰ ροῦχα Οἰν. 2) ’Εκκενῶ, ἐξαντλῶ Πόντ. (Κερασ): ᾿Εκόμπεσα τὰ βαρέλλ - τὴν τέπη μ᾿ κττ. || Φρ. Εὔκαιρος κιˬ ἀκομπεμένος ἔρθεν (ἦλθε μὲ τὰς χεῖρας κενὰς). 3) ’Εξαντλῶ, καταναλίσκω, καταδαπανῶ Πόντ. (Κερασ.): Τ’ ὁσπίτι μ᾽ ἐκομπέθεν (ἐξηντλήθησαν τὰ ἀποκείμενα τρόφιμα). ’Εκομπέθα (ἐξηντλήθην οἰκονομικῶς. Συνών. ξετινάχτηκα. ᾿Ιδ. ξετινάσσω). β) Κάμνω τινὰ νὰ ἐξαντληθῇ, νὰ δαπανήσῃ πᾶν ὅ,τι ἔχει Πόντ. (Οἰν.): Καλὰ καλὰ ἐκόμπεσαν ἀτονα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/