ἀκονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκονίζω, ἀκονῶ Ἄνδρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀκονάω Πάρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ.) ἀκουνῶ Θράκ. Μακεδ. ἀκονάου Ἤπ. ἀκονοῦ Τσακων. ἀκουνάου Σκόπ. ἀκουνοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀκονε͜ιῶ Κύπρ. ᾿κονῶ Ρόδ. Τῆλ. ᾽κονε͜ιῶ Κύπρ. ἀκονίζω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκονίζου Κυδων. ἀκονίτσω Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ’κονίζω Αἴγιν. ’Απουλ. (Καλημ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύπρ. Προπ. (᾿Αρτάκ.) Σύμ. Ρόδ. ᾿κονίτζω Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀκονῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Μετβ. ἀκονῶ, θήγω, ὀξύνω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων: ᾽Ακονίζω μαχαίρι-ξυράφι-ψαλίδι κττ. ᾽Εκόνεσα τὸ μααίρι μ᾿ κ᾽ ἐποίκ’ ἀτο ξυράφιν Κερασ. ᾿Ακονάκα τὰ μαχαίρα γιˬὰ νὰ θύου τὸν ἔριφο (ἀκόνησα τὸ μαχαίρι διὰ νὰ σφάξω τὸ ἐρίφιον) Τσακων. Κοφτατούριˬα ἀκονισμένα Μπόβ. || Παροιμ. φρ. ’Σ ἀκονισμένα σπαθιˬὰ ἔπεσε (ἐπὶ τοῦ εἰς προφανῆ κίνδυνον περιπεσόντος) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 268, 12. Παροιμ. Κλιμένον κεφάλιν ἀκονημένον σπαθὶν ᾿κί κόφτει (ἐπὶ τοῦ διὰ τῆς ταπεινοσύνης του ἀποφεύγοντος κίνδυνον προερχόμενον ἐξ ἰσχυροῦ προσώπου) Κερασ. || ᾎσμ. Πέντε μααίρκα μουτ-τωτὰ τραβέρσα ᾿κονισμένα, μέσ᾽ ᾿ς τὸ βλαντζίν μου νὰ μπηχτοὺν, δὲν στάσ-σουν βούλ-λαν αἷμαν Κύπρ. Μεταφ. ἐπὶ ὀδόντων, γλώσσης καὶ γραφίδος: Φρ. Ἀκονίζω τὰ δόντιˬα μου (ἑτοιμάζομαι νὰ φάγω ἀπλήστως) κοιν. ᾽Ακόνησε τὰ δόντιˬα σου (εἰρωνικῶς πρὸς τὸν ἀναμένοντα εὐχάριστόν τι) σύνηθ. Ἀκονίζω τή γλῶσσα μου (ἑτοιμάζομαι νὰ ὁμιλήσω μετ᾽ εὐφραδείας ἢ μετὰ δριμύτητος) πολλαχ. Ἔχει τὴ γλῶσσα ἀκονισμένη (ἐπὶ εὐφραδοῦς ἢ γλωσσάλγου) πολλαχ. ᾿Ακονίζω τὴν πέννα μου (ἑτοιμάζομαι νὰ γράψω δριμέως) Πελοπν. || Παροιμ. Τὰν τὰν κοιλίαν εὔκαιρον καὶ δόντ ἀκονεμέν (χορεύετε κοιλία κενὴ καὶ δόντια ἀκονισμένˬα. Σκωπτικῶς ἐπὶ γάμου ἢ ἄλλης διασκεδάσεως ἄνευ γεύματος ἢ ἐπὶ ἀνθρώπου πειναλέου ἐπιδεικνυομένου ὡς εὐπόρου. Τὸ τὰν τὰν πεποιημένον) Κερασ. Χαλδ. Ἡ χρῆσις τῆς λ. ἐπὶ τῆς γλώσσης καὶ ἀρχ. Πβ. Π. Δ. Ψαλμ. 63,4) «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» καὶ Πλουτάρχ. Λυσάνδρ. καὶ Σύλλ. σύγκρ. 4,4 «ἄδοξον, ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον» Μετοχ. ἀκονισμένους = πεπειραμένος Σάμ. Συνών. τροχίζω. β) ᾿Αμτβ. ἀκονῶ Τῆλ.: ’Κονᾷ ὁ μύλος (ὅταν τελειώσῃ τὸ τεθὲν γέννημα καὶ στρέφωνται αἱ μυλόπετραι χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ τι ἐντὸς διὰ νὰ ἀλέσουν). Τραύα κάτω καὶ ᾽κονᾷ ὁ μύλος κιˬ ᾿ὰ τὸν χαλάσῃς (ἤτοι θέσε ἐντὸς κριθήν, σῖτον κττ., διότι περιστρέφονται αἱ μυλόπετραι ἄνευ ἀλέσματος καὶ θὰ τὰς χαλάσῃς). 2) Ἐρεθίζω, ἐξάπτω Κύπρ.: ᾎσμ. Ζατ-τὶς ἐσεῖς γιˬὰ λ-λόου μου ἤρτετε ᾿κονισμένοι, νὰ φάτε τὸ τεφάλιν σας, βρὲ μαυροκαημένοι (ζατ-τὶς = καθότι). 3) Κτυπῶ μὲ δυνατὰ κτυπήματα, δέρω ᾿Απουλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/