ἀκονόπετρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκονόπετρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκονόπετρα ἡ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ. Σύμ. Λεξ. Περίδ. ἀκουνόπιτρα Θρᾴκ. (Κομοτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀκόνι καὶ πέτρα.

Σημασιολογία

Λίθος σκληρὸς κατάλληλος πρὸς ἀκόνησιν: Ηὗρα μιˬὰν ἀκονόπετρα ’ς τὸν ποταμὸ Κρήτ. Συνών. ἀκονόροτσος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/