ἀκονόρροτσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκονόρροτσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀκονόρροτσος ὁ, Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀκόνι καὶ ρότσος.

Σημασιολογία

1) Λίθος, ἐξ οὗ κατασκευάζουν ἀκόνην. 2) ’Ακόνη, ἐφ᾿ ἧς ἀκονίζουν διάφορα τέμνοντα ἐργαλεῖα, μαχαίρας, ψαλίδια κττ. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀκόνι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/