ἀκοντίζω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοντίζω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκοντίζω (Ι) Κάλυμν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

ἀκοντίζω (Ι) Κάλυμν.

Σημασιολογία

Προσβάλλω, κτυπῶ δι᾽ ἀκοντίου: ᾎσμ. Καὶ τὴν καρδιˬὰ τοῦ κάθε νεˬοῦ βαθεˬὰ τὴν ἀκοντίζουν (ἐνν. τὰ μάτια).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/