ἀκοντίζω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοντίζω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκοντίζω (ΙΙ) Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκόντι.

Σημασιολογία

’Απωθῶ, προωθῶ λέμβον διὰ κοντοῦ, ὅταν πλέῃ εἰς ὕδατα ἀβαθῆ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/