ἀλεποτανύζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεποτανύζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλεποτανύζω ἀμάρτ. ἀλιποτανάω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀλ’πουτανῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) ’λιποτανάω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τοῦ ρ. τανύζω.

Σημασιολογία

Ἕλκω, τινάσσω βιβαίως : Τήραξε πῶς τὸν ἀλιποτανάει, θά τονε ριξῃ καταῆς! Ἀργυρᾶδ. Τὸν ἔπιˬακε καὶ τὸν ἀλιποτάνησε αὐτόθ. ’Λιποτάνησέ τονε κομμάτι μὲ τὰ δυˬό σου τὰ χέριˬα αὐτόθ.Συνών. ἀλεποτινάζω Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/