ἀλεπούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεπούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλεπούδι τό, ἀλουπούδιν Κύπρ. ἀλουπούδι Ἤπ. Κύθηρ. ἀλουπούδ’ Μακεδ. ἀλεπούδιν Χίος (Καρδάμ.) ἀλεπούδι ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 455 – Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. ἀλεπούδ’ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)ἀλιπούδ’ Κυδων.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ ἢ ἀλεπός.
Σημασιολογία
1) Τὸ νεογνὸν τῆς ἀλώπεκος ἢ μικρὰ ἀλώπηξ Ἤπ. Κυδων. Κύπρ. Μακεδ. Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) Χίος (Καρδάμ.) –ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 455 – Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. : Ἡ ἀλεποῦ ἑκατὸ χρονῶν καὶ τ’ ἀλεπούδιˬα ἑκατὸ δέκα (ἐπὶ θρασέος καὶ προπετοῦς νεανίσκου ἀντιλέγοντος εἰς τοὺς πρεσβυτέρους. Πβ. ἀλεποῦ 1, ἀλεπουδάκι ἀλεπουδέλλι)ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλεπάκι.2) Ξύλον τοῦ ἀχθοφόρου χρησιμοποιούμενον ὡς μοχλὸς πρὸς ἀνέγερσιν βάρους Κύθηρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA