ἀλέρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλέρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλέρωτος ἐπίθ. (ΙΙ) Κρήτ. (Σφάκ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λερωτὸς <λερώνω (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος εἰς τὸν τράχηλον τοῦ ὁποίου δὲν ἔχουν κρεμάσει λέρι, ἤτοι κουδούνι, ἐπὶ ζῴου : Ὀζὰ ἀλέρωτα. Μὴν ἀφήσῃςτὸ dράο ἀλέρωτο, γιὰ θὰ τὸνε χάσῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/