ἄλεσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλεσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄλεσμα τό, σύνηθ, καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Οἰν.) ἄλεσμαν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄλισμα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἄλεσμα.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀλέθῃ τις,ἄλεσις Εὔβ. Ζάκ. Καππ. (Ἀραβάν.) Κύπρ. Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. – Λεξ. Βυζ. : Τέλε͜ιωκα τ’ ἄλεσμα Μέγαρ. β) Πληθ. ἀλέσματα τά, γαμήλιος τελετὴ τῆς παρασκευῆς τοῦ ἀναγκαίου διὰ τὸν γάμον ἄρτου Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. : Φρ. Μικρὰ ἀλέσματα καὶ μεγάλα ἀλέσματα (διὰ τῆς πρώτης φρ. ἐννοεῖται τελετὴ τὴν δεκάτην τετάρτην ἡμέραν πρὸ τοῦ γάμου, ὅτε καλεῖται εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης ἱερεὺς πρὸς τέλεσιν ἁγιασμοῦ, ἀλέθεται δὲ πρὸς τιμὴν τῆς ἡμέρας ποσόν τι κριθῆς καταβαλλομένης ἐξ ἡμισείας ὑπὸ τῶν γονέων τῆν νύμφης καῖ τοῦ γαμβροῦ. Διὰ τῆς δευτέρας φρ. ἐννοεῖται τελετὴ τὴν δωδεκάτην ἡμέραν πρὸ τοῦ γάμου, ὅτε οἱ γονεῖς τῶν μελλονύμφων καταβάλλουν ἐξ ἡμισείας τὴν ἀναγκαίαν ποσότητα σίτου καὶ κριθῆς, ἥτιςδιανέμεται εἴς τινας οἰκίας πρὸς ἄλεσιν, ὁ δὲ γαμβρὸς περιερχόμενος τὸ χωρίον προσκαλεῖ γυναῖκας νὰ μεταβοῦν εἰς τὰς οἰκίας αὐτὰς καὶ νὰ ἀλέσουν. Τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας ὁ γαμβρὸς καὶ νέοι περιέρχονται μετὰ λύρας τὰς οἰκίας καὶ ᾄδουν ᾄσματα δίστιχα, παρακολουθοῦν δὲ γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι μεταφέρουν τὰ ἤδη ἕτοιμα ἄλευρα εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης, ὅπου παρατίθεται τράπεζα εἰς γαμβρόν, τοὺς συντρόφους του καὶ τὰς γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι ἤλεσαν. Τὸ δεῖπνον ἀκολουθεῖ χορὸς ὁλονύκτιος) Τῆλ. Συνών. ἀλεσίματα, περὶ οὗ ἰδ. ἀλέσιμο 1β. 2) Τὸ προϊὸν τῆς ἀλέσεως, τὸ ἄλευρον Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.β) Ὡρισμένη ποσότης ἐκ τοῦ ἀλεύρου, τὴν ὁποίαν λαμβάνει ὁ μυλωθρὸς ὡς δικαίωμα τῆς ἀλέσεωςΚεφαλλ. Νάξ. (Φιλότ.) κ.ἀ. :Παροιμ. Ἐμπάτε, σκύλλοι, ἀλέστε κιˬ ἀλέσματα μὴ δώσετε (ἐπὶ τοῦ διοικοῦντος κακῶς τὰ τοῦ ἰδίου οἴκου καὶ παραδίδοντος ταῦτα ἕρμαιον εἰς ἅρπαγας καὶ καταχραστάς, ὅπως εἰς τὸν ἐπιζημιώτατον εἰς τοὺς μύλους σκύλλον λαιμάργως κατατρώγοντα τὰ ἄλευρα ἤθελεν ἐπιστέψει ὁ μυλωθρὸς ὄχι μόνον ἐλευθέραν τὴν εἴσοδον, ἀλλὰ καὶ δωρεὰν νὰ ἀλέσῃ. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 443 κἑξ.) Κεφαλλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλεσματική.3) Ὁ παρασκευασμένοςπρὸς ἄλεσιν καὶ στελλόμενος εἰς τὸν μύλον σῖτος ἢ ἄλλος τις δημητριακὸς καρπὸςκοιν. : Εἶναι ἕτοιμο τὸ ἄλεσμα Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Κορινθ.)Φκε͜ιάνω τὸ ἄλεσμα (ἐτοιμάζω καθαρίζων καὶ συσκευάζων ἐντὸς σάκκου) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ.) Κάνω τ’ ἄλεσμα Ἄνδρ. Κρήτ. (Βιάνν.) Ἐγύρισε ἀνάλεστο τὸ ἄλεσμα Πελοπν. (Τρίκκ.) Ἔχω ἕνα ἄλεσμα σ’τάρι (ποσότητα ὠρισμένην νὰ σταλῇ ἐφάπαξ εἰς τὸν μύλον. ) Μέγαρ. Θὰ πάου τ’ ἄλισμα ’ς τοὺ μύλου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἀλέσματα δὲν εἶχι ἄλλα κ’ ἰκεῖνους ἔφιβγι χουρὶς ν’ ἀλέσ’ τ’ ἄλισμα τ’ Μακεδ. Ἔπισαν πουλλὰ ἀλέσματα ’ς τοὺ μύλου κὶ δὲ βρίσκου κιρὸ ν’ ἀλέσου Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Φτε͜ιάνουν τ’ ἀλέσματα (ἑτοιμάζουν πρὸς ἄλεσιν τὸν σῖτον πρὸς παρασκευὴν τοῦ ἀναγκαίου διὰ τὸν γάμον ἄρτου) Πελοπν. (Μαντίν.) Ρίχνουν τ’ ἀλέσματα (ἐπὶ γυναικῶν καὶ νεανίδων συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ, αἱ ὁποῖαικαλούμεναι εἰς τὴν οἰκίαν του ἑτοιμάζουν τὸν πρὸς ἄλεσιν σῖτον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ γαμηλίου ἄρτου, προέρχεται δὲ ὁ σῖτος οὗτος ἐκ διαφόρων ποσοτήτων ἀποστελλομένων ὑπὸτῶν συγγενῶν, ἀναμείκτων δὲ μετὰ σύκων, καρύων, ἀμυγδάλων καὶ ἄλλων ξηρῶν καρπῶν , οἵτινες ἀποχωρίζονται ὑπὸ τῶν γυναικῶν) Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσάν.) || Παροιμ. Ὅπου κιˬ ἂν πάῃ τ’ ἄλεσμα, ὁ μύλος θὰ τ’ ἀλέσῃ (ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ν’ ἀποφύγῃ τις τὸ μοιραῖον) Κρήτ. Συνών. ἀλεστικὸ 2. β) Μεῖγμα σίτου καὶ κριθῆς στελλόμενον εἰς τὸν μύλον πρὸς ἄλεσιν (ἡ εἰδίκευσις τῆς σημ. ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι συνήθως διὰ λόγους οἰκονομίας ὁ σῖτος ἀλέθεται ἀνάμεικτος μετὰ κριθῆς) Ἴμβρ. : Ἄλισμα εἶνι τοὺ ψουμὶ μας, δὲν εἶνι σκέτου σ’τάρ’. Πβ. ἀλεσιˬά, ἀλέσιμο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/