ἀλεσματοσακκούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεσματοσακκούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλεσματοσακκούλλα ἡ, Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλεσμα καὶ σακκούλλα.

Σημασιολογία

Σάκκος μικρᾶς χωρητικότητος συνήθως 15-20 ὀκάδων περιλαμβάνων τὸν πρὸς ἄλεσιν σῖτον.Πβ. ἀλεσματοσάκκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/