ἀλεσμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεσμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλεσμὸς ὁ, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 417. –Λεξ. Ἠπίτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀλεσμός.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ ἀλέθῃ τις, ἡ ἄλεσις ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸ τὸ κριθάρι εἶναι ξερὸ καὶ δὲν ἔχει ἀλεσμὸ ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀλεσιˬὰ 1, ἀλέσιμο 1, ἄλεσμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/