ἀλετήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλετήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλετήρι τό, Καππ. (Μιστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀροτὴρ = ὁ ἀρῶν, ὁ ὀργώνων, ἀντὶ ἀροτήρι τραπέντος τοῦ ο εἰς ε παρὰ τὸ ρ καὶ κατόπιν δι’ ἀνομ. τραπέντος καὶ τοῦ ρεἰς λ.
Σημασιολογία
Ἄροτρον :ᾎσμ. Εἶν’ καὶ τ’ ἀλετήρι του Χριστὸ ἡ βουτημένο, εἶν’ τὰ ζευγολίτιˬα τ’ σὰν ἄκλωστα μετάξιˬα. (τὸ ἀκατανόητον Χριστὸ ἡβουτημένο πιθανῶς ἀντὶ τοῦ χρυσαφοβουτημένο). Συνών. ἀλέτι 2, ἀλέτρη, ἀλέτριˬ 1, ἄλετρο 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA