ἀλετρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλετρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλετρεˬὰ ἡ, Ἤπ. Θρᾴκ, Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σύμ. κ.ἀ. – Λεξ. Κομ. Πόππλετ. Γάζ (λ. ἄλοξ) Λάουνδ. Περίδ. Ἠπιτ. Βλαστ.ἀλετρὲ Δ. Κρήτ. ἀλετρὰ Κρήτ. (Βιάνν.) ἀλιτρεˬὰ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Ἴμβρ. Στερελλ. (Ἀκαραν.) κ.ἀ. ἀλιτρὰ Μακεδ. (Γκιουβ.) ἀλατρεˬὰ ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 750.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλέτρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εˬὰ δηλούσης πλῆγμα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ἡ διὰ τοῦ ἀρότρου διανοιγόμενη αὖλαξ ἔνθ’ ἀν.: Κάμνου μιˬὰ ἀλιτρὰ (διέρχομαι διὰ τοῦ ἀρότρου ἐφάπαξ τὴν ἔκτασιν τοῦ ἀροτριουμένου ἀγροῦ Γκιουβ. || ᾎσμ. Πρώτη ἀλετρεˬὰ ὁπὄριξε, πρώτη ἀλετρεˬὰ ποὺ ρίχνει, ἀκούει τὸ μνῆμα καὶ βογκάει καὶ βαρυαναστενάζει (ρίχνω ἀλετρεˬὰ = διὰ τοῦ ἀρότρου διανοίγω αὔλακα) Μάν. Πβ. ἀλέτρεμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/