ἀλέτρεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλέτρεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλέτρεμα τό, ἀμάρτ. ἀλάτρεμα ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 750.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρότρευμα.
Σημασιολογία
Ἡ διὰ τοῦ ἀρότρου ἀνασκαφὴ τῆς γῆς, ἀροτρίασις : ᾎσμ. Πρώτη ἀλατρεˬὰν ὁπὄδωκε, ξέθαψε τὰ ποδάριˬα, καὶ δεύτερην ἐξέθαψε πανώρ͜αιο παλληκάρι, ἀφίνει ὁ νεˬὸς τ’ ἀλάτρεμα καὶ πιˬάνει μοιρολόγι (δίνω ἀλετρεˬὰ =διὰ τοῦ ἀρότρου διανοίγω αὔλακα). Συνών. *ἀλέτρωμα, ὄργωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA