ἀλετρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλετρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλετρεύω Θρᾴκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ. Ἠπίτ. ἀλατρεύω Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ. – ΑΜανούσ. Τραγούδ. 2, 70 ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 750’λατρεύω Ἀπουλ. (Καλημ.) ἀλατρεgω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀλατρέgουω Καλαβρ. (Μπόβ.) ’λατρέgω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ’λατρέgουω Ἀπουλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀροτρεύω. Τὸ ἀλατρεύω κατ’ ἀφομ. ἐξακολουθητικήν.
Σημασιολογία
Καλλιεργῶ τὴν γῆν διὰ τοῦ ἀρότρου, ἀροτριῶ ἔνθ’ ἀν. ᾌσμ. Φέρνουν γενὶ ἀπὸ μάστορα καινούργιˬο ἀπὸ καμίνι γιˬὰ ν’ ἀλατρέψουνε τὴ γῆ, νὰ σπείρουνε κριθάρι ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν. Ἦρθε καιρὸς ν’ ἀλατρευθῇ τὸ χέρισο χωράφι, φέρνουν ζευγάρι ἀφ’τὰ βουνὰ κιˬ ἀλάτρι ἀπὸ τοὺς κάμπους ΑΜανοῦσ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀλετρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA